Β
- βαθμός<βαίνω
- βακτηρία<βαίνω
- βαλβίς<βαίνω
- βάναυσος<βαύνος+αύω=ξηραίνω (βαύνος=κάμινος)
- βάρβαρος<βαρβαρ (ηχοποίητη λέξη)
- βασιλεύς<βαίνω+λευς=λαός
- βδελυρός<βδέω=πέρδομαι
- βέβαιος<βαίνω
- βέβηλος<βαίνω
- βέλος<βάλλω
- βηξ<βήσσω=βήχω
- βλάσφημος<βλάπτω+φήμη
- βοηθός>βοή+θέω=τρέχω
- βορά<βιβρώσκω= τρώγω
- βουκόλος<βους+κέλλω=ελαύνω
- βουλιμία<βους+λιμός =πείνα
- βούτυρο<βους+τυρός
- βροντή<βρέμω=θορυβώ
- βυρσοδέψης<βύρσα+δέψω (δέφω=κατεργάζομαι)
- βωμολόχος<βωμός+λοχάω=ενεδρεύω (λόχος=φωλιά ζώου)
- βωμός<βαίνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου