Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Το πρόβλημα της βυζαντινής φεουδαρχίας


 Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της βυζαντινής ιστορίας είναι το πρόβλημα της φεουδαρχίας στο Βυζάντιο. Υπήρξε εκφεουδαλισμός της βυζαντινής κοινωνίας ανάλογος με αυτόν του δυτικού μεσαιωνικού κόσμου; Η βυζαντινή φεουδαρχία συναρτάται και συνεξετάζεται άμεσα και στενά με την κυριαρχία της μεγάλης γαιοκτησίας που τόσο πολύ απασχόλησε αυτοκράτορες. Πολλοί έχουν συνδέσει το πρόβλημα με τον 11ο/12ο αι. μ.Χ. (εποχή της δυναστείας των Κομνηνών) κυρίως, αλλά οι ρίζες του θα πρέπει να αναζητηθούν πολύ πιο πίσω.

Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή και ανιχνεύοντας τις συνθήκες, υπό τις οποίες δημιουργήθηκε και εξαπλώθηκε η μεγάλη γαιοκτησία. Καθ’ όλη την διάρκεια της υστερορωμαϊκής και, στη συνέχεια, της πρωτοβυζαντινής περιόδου ήταν σημαντικός ο ρόλος του άστεως ως βασικού πολιτικού κυττάρου πλάι στην κεντρική εξουσία (Κωνσταντινούπολη). Το άστυ πολιτικά ήταν οργανωμένο με ένα τοπικό συμβούλιο από την τάξη μιας τοπικής αριστοκρατίας, των συγκλητικών που, ενώ ως πολιτειακό όργανο η Σύγκλητος άρχιζε να παρακμάζει ήδη από τον 4ο αι. μ.Χ., αποτελούσαν τους πλούσιους γαιοκτήμονες της επαρχίας. Ήταν οι κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων στις επαρχίες, όπου διέμεναν και εργάζονταν πάροικοι, και είχαν την δυνατότητα να αγοράζουν αξιώματα, να συντηρούν δικό τους στρατό. Η ύπαρξη των αστικών κέντρων στην αυτοκρατορία συνεχίστηκε κανονικά μέχρι και τον 6ον αι. μ.Χ., όπου οι συγκυρίες της περιόδου εκείνης (πόλεμοι, λιμοί, ερήμωση της υπαίθρου) όχι μόνον έθεσαν τέρμα στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, αλλά εξαφάνισαν πόλεις ή περιόρισαν στο ελάχιστο την ύπαρξή τους.

Με την εξάπλωση των Αράβων τον 7ο αι. μ.Χ. χάθηκαν οι μεγάλες επαρχίες της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, όπου και ευρίσκοντο οι μεγάλες γαιοκτησίες. Ο 7ος και 8ος αι. μ.Χ. αποτελούν τους «σκοτεινούς αιώνες» της μεσαιωνικής μας ιστορίας: παρατηρείται η ερήμωση της υπαίθρου, η καστροποίηση, όπως και στη Δύση, πόλεων που ήταν σε ακμή την προηγούμενη περίοδο (π.χ. η Αθήνα συρρικνώθηκε γύρω από τον ιερό βράχο τον 6ο αι. ήδη), η έλλειψη εκχρηματισμένης οικονομίας, η στροφή στην μικρή και τη μέση ιδιοκτησία, που ενισχύεται με το σύστημα των «θεμάτων», στρατοτοπίων, δηλαδή, με αρχηγό κάποιον στρατιωτικό που είχε ταυτόχρονα και πολιτικές εξουσίες. Ο θεσμός των θεμάτων ξεκίνησε από την Μ.Ασία, αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στην ευρωπαϊκή πλευρά της αυτοκρατορίας.

Από τον 9ο και, κυρίως, τον 10ο αι. μ.Χ. διατηρείται μια σχετική ισορροπία μεταξύ μεγάλης γαιοκτησίας και μικρομεσαίων ιδιοκτητών. Το κράτος αντιμετωπίζει έτσι με επιτυχία τους εξωτερικούς εχθρούς (Άραβες, Βουλγάρους).

Από τον 10 αι. μ.Χ. και εξής βρίσκουμε μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που έχουν υπό την κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης με χιλιάδες υποτακτικούς, με μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες και τεράστια επιρροή. Τέτοιες αριστοκρατικές οικογένειες είναι οι Φωκάδες, οι Δούκες, οι Κομνηνοί, οι Δαλασσηνοί, οι Σκληροί κ.ά. που είχαν τόση δύναμη, ώστε να επιβάλουν την πολιτική τους κα στη διοίκηση. Μεγάλοι γαιοκτήμονες είναι, εκτός από μεγάλες οικογένειες, το παλάτι και η Εκκλησία, τα μοναστήρια και ο ανώτατος κλήρος.

Η λαμπρά περίοδος της Μακεδονικής δυναστείας με την εποποιία του αυτοκρατορικού στρατού κατά των εχθρών και η περίοδος ειρήνης που επικρατεί ευνοεί την ανάπτυξη μιας ομάδας πολιτικών αξιωματούχων που είναι αντίθετη με την στρατιωτική αριστοκρατία. Και οι δυο αντίπαλες ομάδες αγωνίζονται για την εξυπηρέτηση των ίδιων ταξικών συμφερόντων, της μεγάλης γαιοκτησίας. Όσο, όμως, μεγαλώνει η δύναμη των μεγαλογαιοκτημόνων, τόσο η κατάσταση των μικροκαλλιεργητών επιδεινώνεται. Ειδικά μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ η κατάσταση των ελευθέρων μικροϊδιοκτητών γεωργών έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Ο Ρωμανός Αργυρός (1028 – 1034) καταργεί το «αλληλέγγυον» του Βασιλείου Β΄, που υποχρέωνε τους πλούσιους γείτονες να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών της κοινότητας. Η θέση των μικροϊδιοκτητών, όπως είπαμε, χειροτερεύει, καθώς καταπιεζόμενοι από την φτώχεια και τη φορολογία φτάνουν στο σημείο να ζηλεύουν τη θέση των δουλοπάροικων. Η υποχρέωση να πληρώνουν φόρο σε ρευστό χρήμα καθιστά τους μικροκαλλιεργητές εύκολη λεία των πλουσίων. Αναγκάζονται να πουλήσουν τη σοδειά τους σε χαμηλές τιμές, προκειμένου να έχουν χρήματα ή δανείζονται και πέφτουν στα χέρια τοκογλύφων. Πολλοί χαρίζουν τα λιγοστά κτήματά τους στο πλησιέστερο μοναστήρι και φεύγουν στις πόλεις ή γίνονται μοναχοί. Η πείνα και οι επιδημίες ερημώνουν μεγάλες περιοχές. Οι επιδρομές των εχθρικών λαών και οι καταστροφές που προκαλούν, οι κακές πολιτικές συνθήκες οδηγούν σε σημαντική αραίωση του αγροτικού πληθυσμού από τα μέσα του 11ου αι. μ.Χ.. Ελάχιστοι ανεξάρτητοι μικρομεσαίοι καλλιεργητές έχουν απομείνει, ενώ η γη συγκεντρώνεται στα χέρια ολίγων μεγαλογαιοκτημόνων.

Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια την απότομη πτώση των εσόδων του κράτους, την στιγμή που οι ανάγκες του κράτους ήταν ιδιαίτερα ηυξημένες εξαιτίας των εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού και της πληρωμής των ξένων μισθοφόρων. Τα στρατιωτικά αγροκτήματα, φύτρα άλλοτε των στρατιωτών – αγροτών της αυτοκρατορίας, έχουν γίνει τμήμα της περιουσίας των μεγαλογαιοκτημόνων. Η διαμάχη των ομάδων της αριστοκρατίας (πολιτικής και στρατιωτικής) συνετέλεσε στη μείωση του εθνικού στρατού. Η μερίδα των πολιτικών, προκειμένου να πλήξει την επιρροή των στρατιωτικών, επιτρέπουν την εξαγορά της στρατιωτικής θητείας. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ο στρατός γίνεται μισθοφορικός.

Η ανάγκη να βρεθούν χρήματα συνετέλεσε στο να δημιουργηθεί ο θεσμός της «Προνοίας» ή «οικονομίας», που φέρνει το Βυζάντιο κοντά στη φεουδαρχία. Ο θεσμός αυτός εμφανίζεται από το τέλος του 11ου αι. μ.Χ. (εποχή δυναστείας Κομνηνών). Ο αυτοκράτωρ, σύμφωνα με τον θεσμό της «Προνοίας», παραχωρεί τη νομή - και ποτέ την κυριότητα - κρατικής γης σε ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, αλλά ενίοτε και σε εκκλησιαστικούς, ως αναγνώριση υπηρεσιών τους προς το κράτος και αντί ορισμένων υποχρεώσεων που αναλαμβάνει ο ευεργετούμενος. Αυτοί που λαμβάνουν «Πρόνοια», οι «προνοιάριοι», καρπούνται την νομή και την επικαρπία της γης (την κυριότητα εξακολουθεί να έχει το κράτος) μαζί και τους παροίκους – καλλιεργητές. Εισπράττουν τη φορολογία και την αναλογία τους από τη σοδειά. Η νομή εκτάσεως γης δεν γίνονταν μόνο σε ανώτερους αξιωματούχους αλλά και σε απλούς στρατιώτες. Παράδειγμα αυτού του είδους μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα «εστρατευμένα χωρία» που αναφέρονται στο τυπικό της μονής του Παντοκράτορος (1136), καθώς και οι «στρατιωτικαί ακίνητοι κτήσεις» του θέματος Μυλάσης – Μελανουδίου. Χαρακτηριστικό αυτών είναι ότι έχουν περιορισμένη μόνον έκταση. Αντίθετα με όσα συμβαίνουν στο Βυζάντιο, στη Δύση το φέουδο είναι στην κυριότητα του φεουδάρχη, ο οποίος πάντοτε είναι κάποιος ανώτερος αξιωματούχος ή μεγαλογαιοκτήμονας.

Συγκεκριμένα, η φεουδαρχία στο Βυζάντιο έχει βρει τόσο υποστηρικτές όσο και αντιπάλους. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές – μέσα σ’ αυτούς εντάσσονται και μαρξιστές – βλέπουν τη μεγάλη γαιοκτησία και την πολιτική και κοινωνική δύναμη της αριστοκρατίας ως μια μορφή φεουδαρχίας. Η «υπό όρους» παροχή της ιδιοκτησίας έναντι στρατιωτικών ή άλλων υπηρεσιών προς το κράτος είναι υπό την ευρεία έννοια συμβατή με τα φεουδαρχικά πρότυπα της Δύσης. Για τους μαρξιστές αναλυτές η μεγάλη ιδιοκτησία μετράει περισσότερο η μετάβαση από το δουλοκτητικό στον μεσαιωνικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή την έμμεση εκμετάλλευση της γης με την εκχώρηση κλήρων σε εξαρτημένους καλλιεργητές, ενώ η γαιοπρόσοδος δίνεται στον κύριο της γης, και οι φόροι δεν αποδίδονται πια στο κράτος. Εξάλλου, ο Μαρξ ο ίδιος, όταν μιλάει για το σχήμα της κοινωνικής εξέλιξης δουλοκτητικό –φεουδαρχικό – καπιταλιστικό, εννοεί την φεουδαρχία που υφίσταται στις δυτικές κοινωνίες. Ωστόσο, τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι μόνον οικονομικά, προκειμένου η μεγάλη ιδιοκτησία να σταθεί δίπλα στην φεουδαρχία της Μεσαιωνικής Δύσης.

Αυτοί που είναι αντίθετη με αυτήν την προοπτική της μεγάλης ιδιοκτησίας ως φεουδαλικού μορφώματος προβάλλουν και άλλα στοιχεία. Κατ’ αυτούς λείπουν οι αντίστοιχες με τη Δύση κοινωνικές σχέσεις ιεραρχίας. Έτσι, αφ’ ενός έχουμε τους υποτελείς (vassaux) ή βασσάλους, αφ’ ετέρου δε τους δεσπότες (seigneurs < λατ. senior• πρβ. αγγλικό sir). Ο κάθε δεσπότης λαμβάνει την υποχρέωση να προστατεύσει και να συντηρεί τους υποτελείς του έναντι ανταλλαγής ορισμένων υπηρεσιών, κυρίως στρατιωτικών. Οι σχέσεις αυτές πραγματώνονται με την παραχώρηση γης (φέουδο – fief) από τον δεσπότη στον υποτελή, ο οποίος την εκμεταλλεύεται υπ’ ευθύνη του και προς ίδιον όφελος. Πολλές φορές οι φεουδάρχες πέραν των πολιτικών είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες, καθώς και την ευθύνη κοπής νομίσματος.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όμως, έχουμε εκατέρωθεν επιρροές λόγω της προσέγγισης των δυο κόσμων, ειδικά με την τέταρτη σταυροφορία (1204). Για τους Δυτικούς ο θεσμός της «Προνοίας» ισοδυναμεί με το δικό τους φέουδο, εννοούμενο ως εκχώρηση γης «υπό όρους», ενώ η υιοθέτηση του φεουδαρχικού όρκου πίστεως (hommage) από τους Βυζαντινούς είναι δυτικής καταγωγής. Ο Αλέξιος Α΄ (1081 - 1118) βάζει τους διερχόμενους από την αυτοκρατορία σταυροφόρους της πρώτης σταυροφορίας (1099) να ορκιστούν και να γίνουν υποτελείς του. Τέτοιες είναι και οι σχέσεις του Βυζαντίου με τα λατινικά κρατίδια στην Ανατολή (βλ. Αντιόχεια).

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι σε γενικό πλαίσιο η μεγάλη ιδιοκτησία στο Βυζάντιο έχει σχέση με τα φέουδα της Δύσης, αλλά με τη μορφή περισσότερο ενός πρώιμου σταδίου. Αυτό που πάντοτε διαφοροποιούσε το έναν θεσμό από τον άλλο είναι ο μη κατακερματισμός της εξουσίας στο Βυζάντιο, τουλάχιστον μέχρι και τον 13ον αι., και η μη πλήρης ιδιοκτησία. Οι όποιες άλλες συγκυρίες απλώς έφεραν κοντά την μεγάλη ιδιοκτησία του Βυζαντίου με την φεουδαρχία, σε σημείο μάλιστα συγχύσεως.

Γράφει ο Γλωσσολόγος Μένιους....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου